χοντροκοπανίζω

χοντροκοπανίζω
μετ. крупно толочь или молоть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χοντροκοπανίζω" в других словарях:

  • χοντροκοπανίζω — Ν κοπανίζω σε χοντρούς κόκκους («χοντροκοπανισμένο πιπέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + κοπανίζω] …   Dictionary of Greek

  • κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • χοντροκοπάνισμα — το, Ν [χοντροκοπανίζω] κοπάνισμα σε χοντρούς κόκκους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»